πετρογραφικός

πετρογραφικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πετρογραφία: Πετρογραφικές έρευνες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πετρογραφικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πετρογραφία («πετρογραφικές έρευνες») 2. φρ. α) «πετρογραφική επαρχία» περιοχή στην οποία μερικά ή όλα τα εκρηξιγενή πετρώματα θεωρείται ότι έχουν προέλθει από το ίδιο μητρικό μάγμα β) «πετρογραφικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”